February 7, 2012
Κρατούσε μήλα
Κρατούσε στα χέρια δυο σακούλες πλαστικές. Γεμάτες μήλα. Μια στο κάθε χέρι. Στη μια κόκκινα μήλα, στην άλλη πράσινα. Γέροντας _ εβδομηντάρης. Ψηλός, αξύριστος εδώ και μέρες, γκρίζα έως άσπρα γένια. Ένα γκρίζο, φθαρμένο παλτό. Μάτια ανοιχτόχρωμα. Καλοκάγαθη φάτσα. Στάθηκε έξω απ’ την κεντρική πόρτα. Πολύ χάι το μαγαζί _ μια μπυραρία. Δεν τόλμησε να μπει μέσα. Αν ήταν πιο οικείο, πιο λαϊκό, ίσως. Εδώ όχι _ θα τον έδιωχναν με τις κλωτσιές. Ύψωσε τις σακούλες. Με ένταση εσωτερική. Δείχνοντάς μας τα μήλα. Σ’ όσους κάθονταν σε σημείο που να τον βλέπουν μέσα απ’ την τζαμαρία της πόρτας. Κανείς δεν τον φώναξε, κανείς δεν αγόρασε. Κανείς δεν τον πρόσεξε. Κι εκείνος έφυγε _ είχε ψωφόκρυο έξω. Καμπουριασμένος, με μικρά, γρήγορα βηματάκια.
Όταν έφυγε, κατάλαβα ποιος ήταν. Ήταν ο Σπύρος, εκείνος ο Σπύρος του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Απ’ το «Ταξίδι στα Κύθηρα». Κι ας μην έμοιαζε στον Μάνο Κατράκη. Κι ας πούλαγε μήλα κι όχι βότανα. Ήταν εκείνος ο Σπύρος που ο Αλέξανδρος, ο σκηνοθέτης, πρωτοαντικρύζει μέσα απ’ τον καθρέφτη με τις δαχτυλιές, όταν ο γέροντας μπαίνει στο παλιό καφενείο, με βήμα αδύναμο, ασθενική φωνή κι ένα ψάθινο καλάθι στα χέρια, με τα βότανα. Εκείνος ο Σπύρος που σε λίγο, θα κατεβεί απ’ τη σκάλα του Ukraina, τηυ σκάλα της επιστροφής, που το κατέβασμά της, ατέλειωτο, κρατάει όσο και τα τριάντα δυο χρόνια της εξορίας του και θα φωνάξει «Εγώ είμαι!» _ μια φωνή που σε χαράζει. Και που κατόπιν ρωτάει: «Δε θα φιληθούμε;». Κι ύστερα λέει απλά, στεγνά: «Φοβάμαι».
Όχι, ούτε το σπαρακτικό μοτίβο της Καραΐνδρου ακουγόταν. Αλλά είμαι πια σίγουρος, πως, ναι, αυτός ήταν. Ο Σπύρος.
http://www.youtube.com/watch?v=avUiGUox8PM
http://www.youtube.com/watch?v=avUiGUox8PM
Στον Ljupcho. Και στην Βένα.