Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Ζωγραφισμένα παράθυρα στον τοίχο

Αφού έχω ανοιχτά στο Φεις, με αφορμή την ανακοίνωση του μνημόσυνου του Αλέξανδρου, έκανα και μια γύρα.

Στάθηκα σ' ένα βραβευμένο παράθυρο που βραβεύτηκε σαν διήγημα και θυμήθηκα τα δικά μου ζωγραφισμένα παράθυρα στον τοίχο του καφενείου μου... και μελαγχόλησα.

Τελικά, άλλο η φαντασία, άλλο το ζωγραφισμένο παράθυρο ενός άλλου, κι άλλο το δικό σου ή τα δικά σου, άμα είναι και πολλά...!
Αν είναι της ίδιας της ζωής σου, αυτή δεν βραβεύεται ποτέ!
Ένα είναι το βραβείο: ότι ζεις!

Αντιγράφω, αν και δεν το διάβασα ακόμα, για να μην το χάσω ή το ξεχάσω. Κάποια άλλη στιγμή, θα το διαβάσω.

Ο τοίχος με το ζωγραφισμένο παράθυρο (Μέρος 1ο) Print E-mail

Γράφει η Μαρία Δασκαλάκη


Η αυλή μας ήτανε η μεγαλύτερη αυλή της γειτονιάς. Αποτελούσε αναμφισβήτητα, λοιπόν, κεντρικό σημείο συνάντησης για μικρούς και μεγάλους. Εκεί μαζευόμασταν όλα τα πιτσιρίκια και παίζαμε τα καλοκαιρινά απογεύματα. Βρισκόμασταν, βέβαια, υπό την «αυστηρή» επιτήρηση μαμάδων και γιαγιάδων που έβγαιναν έξω με τις καρέκλες τους και τα κεντήματά τους, μαζεύονταν σε μια γωνιά όλες μαζί και τάχα μας πρόσεχαν. Περισσότερο, δηλαδή, να σκοτώσουν την ώρα τους ήθελαν κι αυτές, παρά που κοίταγαν τι κάναμε. Αφού, καμιά φορά, τις απορροφούσε τόσο πολύ η κουβέντα και το κουτσομπολιό που τις τρύπαγαν τα βελόνια χωρίς να το καταλάβουν. Από τα «αχ» και τα «άουτς», το παίρναμε είδηση κι εμείς και κρυφογελούσαμε, ενώ τις χαζεύαμε που πιπιλάγανε τα δάχτυλα στο στόμα τους για να σταματήσει το αίμα. Έπειτα, επιδίδονταν ξανά στις απογευματινές τους κουβέντες.

Αν, τώρα, τύχαινε και χτύπαγε κανείς από μας, σηκώνονταν όλες κι έτρεχαν προς το μέρος μας τσιρίζοντας και μοιρολογώντας «πάει το παιδί», καθώς αντίκριζαν τα αίματα που έτρεχαν ποτάμι, συνήθως από τα γόνατα ή τους αγκώνες μας. Ύστερα, όταν έριχναν νερό στην πληγή και συνειδητοποιούσαν πως δεν ήταν τίποτε σοβαρό, άφηναν κατά μέρος τα μοιρολόγια κι έπιαναν τις απειλές: «Θα σε σκοτώσω», «εσύ θα με πεθάνεις», «θα σε τσακίσει ο πατέρας σου». Κι όταν εν τέλει τα πράγματα ηρεμούσαν, ξαναγυρίζαμε εμείς στο παιχνίδι μας κι εκείνες στο πλέξιμό τους.

«Μα μπροστά στα μάθια1 μας θα σκοτωθούνε;» ρώταγε η μία.

«Μπα κακό χρόνο να μην έχουνε, μου κόψανε τα ήπατα τα καλόπαιδα…», απάνταγε η άλλη.

Έπειτα, ξανάπιαναν το κουτσομπολιό. Συνέχιζαν τη συζήτηση για την κόρη της φουρνάρισσας «που μαζεύτηκε πάλι χαράματα χτες το βράδυ η σουσουράδα». Ανεξάντλητο θέμα η κόρη της φουρνάρισσας και οι «αγαπητικοί της», όπως έλεγαν. Να ’ναι καλά η κοπέλα όπου και να βρίσκεται, τις κρατούσε αρκετή ώρα απασχολημένες, για να μην ασχολούνται με μας και με τις αταξίες μας.

Κάπου εκεί στις αρχές του Αυγούστου, ήρθε ένας καινούριος στη γειτονιά, ο Παναγιωτάκης, που νοίκιασε το πιο μικρό και το πιο σκοτεινό δωματιάκι της αυλής μας. Αυτό το δωματιάκι, κανείς δεν ήθελε να το νοικιάσει και τον πιο πολύ καιρό ήταν άδειο. Αλλά κι όποιος ερχότανε, δεν έμενε για πολύ. Ή έφευγε γιατί έπιανε μια καλύτερη δουλειά, έβγαζε περισσότερα χρήματα κι έβρισκε ένα καλύτερο σπίτι, ή έφευγε επειδή πέθαινε, όπως η χήρα η κυρά-Παγώνα. Ήταν η τελευταία που έμεινε στο ανήλιαγο δωματιάκι πριν τον Παναγιωτάκη, μέχρι που άφησε το μάταιο τούτο κόσμο πλήρης ημερών κι έτσι το μικρό δωμάτιο έμεινε άδειο ξανά. Όπως έλεγε κι η μάνα μου: «είναι σα κλουβί και κανένα ζωντανό δε μπορεί να ζήσει εκεί μέσα». Ο Παναγιωτάκης όμως μπόρεσε. Ο Παναγιωτάκης ήτανε ζωγράφος.

«Ζωγράφος;», αναρωτιόντουσαν και σιγοψιθύριζαν οι μανάδες κι οι γιαγιάδες μας στην αυλή, καθώς τον έβλεπαν να κουβαλάει στο δωματιάκι καβαλέτα και τελάρα.

«Δηλαδή, κανονική δουλειά είναι τηνέ2;»

«Ποιος τονε3 πληρώνει;»

«Κι ίντα4 τρώει ο άμοιρος;»

«Ίντα τρώει! Άμα είχε να φάει, το ανήλιαγο θα νοίκιαζε;»

Η μάνα μου ήτανε αυτή που είχε πει το τελευταίο και μου ’χε έρθει να της απαντήσω πως και στον πατέρα μου «μισθό της πείνας» έλεγε πως έπαιρνε, μα μια χαρά καταφέρναμε και τρώγαμε. Είχε ένα άγχος η μάνα μου με το φαγητό!

«Είμαι περίεργη πού θα χωρέσουνε όλα αυτά τα συμπράγκαλα σε τούτη την τρύπα», απορούσε κάποια άλλη.

Ο Παναγιωτάκης, από την άλλη, κάτι μισόλογα έπιανε με τ’ αφτιά του από τις κουβέντες των γυναικών της γειτονιάς, μα χαμογελούσε συγκαταβατικά σε όλες κάτω από τα μαύρα γένια του και δεν έλεγε τίποτα. Την πρώτη μέρα δε που ήρθε στη γειτονιά, πήρε τις μπογιές του, βγήκε έξω και ζωγράφισε στον εξωτερικό τοίχο του δωματίου του ένα μεγάλο παράθυρο και μια γλάστρα με κόκκινα λουλούδια μπροστά στο ζωγραφιστό περβάζι.

Κοριτσάκι μικρό τότε εγώ, τον συμπάθησα αμέσως. Πού με χάνανε, πού με βρίσκανε, στο δωμάτιό του τριγυρνούσα. Τι δωμάτιο, δηλαδή, μια σταλιά ήτανε, μια τόση δα τρύπα ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους. Μια τρύπα χωρίς κανένα άνοιγμα, εκτός βέβαια την εξώπορτα, που ο Παναγιωτάκης την άφηνε πάντα ανοιχτή, έχοντας καρφώσει στο κασελίκι ένα διάφανο σεντόνι για να κλείνει το άνοιγμα. Ήτανε τόσο ωραίο αυτό το σεντόνι όταν το ανέμιζε ο αέρας…

Ο νεαρός ζωγράφος εκεί και κοιμότανε και ζωγράφιζε. Έλεγε πως ήτανε και σπίτι και δουλειά μαζί και μου φαινότανε τόσο παράξενο!

«Εμένα, ο μπαμπάς μου χρειάζεται να παίρνει λεωφορείο για να πηγαίνει στο σχολείο, δεν κοιμάται όμως εκεί. Γυρίζει και κοιμάται στο σπίτι μας. Καμιά φορά, όμως, δουλεύει και στο σπίτι. Κάνει κάτι που λέγεται «διορθώνω γραπτά» και θέλει να κάνουμε πολλή ησυχία», έλεγα στον Παναγιωτάκη κι εκείνος γέλαγε με την καρδιά του και μ’ άφηνε να πασαλείβω με τις μπογιές του τα άδεια τελάρα όπως μου άρεσε. Έλεγε πως «κάναμε τέχνη».

Μια μέρα τον ρώτησα γιατί είχε ζωγραφίσει έξω, στον τοίχο του δρόμου το παράθυρο με τη γλάστρα.

«Γιατί, πιτσιρίκα, το δωμάτιο δεν έχει παράθυρα κι εγώ χρειάζομαι αέρα…», μου είχε απαντήσει.

Δεν πολυκατάλαβα τι εννοούσε, μα δεν τον ρώτησα κιόλας τι ήθελε να πει, μη με περάσει για μικρή. Συμφώνησα, όμως, καθώς μου φάνηκε πολύ σοφή η απάντησή του.

Δε θυμάμαι πότε και πώς, γίνανε φίλοι με τον πατέρα μου. Πάντα, όμως, ο πατέρας μου κατέβαινε στο δωμάτιο του Παναγιωτάκη. Εκείνος ποτέ δεν ανέβαινε στο σπίτι μας. Με τον πατέρα μου –το δάσκαλο, όπως τον αποκαλούσε ο ζωγράφος– όλο μιλάγανε σα μεγάλοι και κάθε φορά που μιλάγανε έτσι, καπνίζανε πάρα πολλά τσιγάρα. Ευτυχώς που δεν ήτανε η μάνα μου μπροστά να τους βλέπει, γιατί όλο του φώναζε να μην καπνίζει «μπροστά στο παιδί», δηλαδή σε μένα. Τους άκουγα να μιλάνε για άλλες χώρες και γι’ άλλες εποχές και δεν καταλάβαινα τίποτε. Πιο πολύ λέγανε για το Μάιο του 1968 κι όσο κι αν τους ρώταγα και προσπαθούσα να καταλάβω τι έγινε τότε, δε σταματούσανε την κουβέντα τους για να μου εξηγήσουνε.

Λέγανε και για έναν άντρα που είχε σε μια μεγάλη φωτογραφία ο Παναγιωτάκης στον τοίχο του και που τον λέγανε «Τσε» κι έμοιαζε πολύ και σ’ αυτόν και στον πατέρα μου, πριν ξυρίσει τα γένια του. Λέγανε ακόμη και για κάποιον «Κάστρο», που ήτανε άνθρωπος κι όχι κάστρο και πάλι δεν καταλάβαινα τίποτα. Λέγανε επίσης κάτι για «δεξιά» και για «αριστερά» κι εγώ μπερδευόμουνα γιατί ακόμη δεν μπορούσα να ξεχωρίσω το δεξί μου χέρι από το αριστερό και μάλλον κι αυτοί, αν και μεγάλοι, είχανε το ίδιο πρόβλημα. Προτιμούσα, λοιπόν, να μουτζουρώνω τελάρα και να «κάνω τέχνη», παρά να ακούω για Μάηδες και για κάστρα.

«Μαμά, τι έγινε το Μάιο του 1968;» ρώταγα τη μάνα μου, όταν είχα βαρεθεί τόσο πολύ τις ατέλειωτες συζητήσεις τους, που γύρναγα στο σπίτι μας.

«Τι έγινε;» ρωτούσε ξανά μηχανικά εκείνη, καθαρίζοντας πατάτες. «Πηγαίναμε στον κινηματόγραφο και βλέπαμε τη Βουγιουκλάκη», μου απαντούσε και συνέχιζε να κοιτά με ευλάβεια τις πατάτες της. «Ουρές μαζευότανε ο κόσμος στην είσοδο στην Αστόρια5 για ένα εισιτήριο…», μονολογούσε κουνώντας το κεφάλι της.

Ο Παναγιωτάκης κάποια μέρα που συζήταγε με τον πατέρα μου, είπε τη λέξη «επανάσταση» κι εγώ αμέσως πετάχτηκα να ρωτήσω τι σημαίνει πάλι τούτη η λέξη.

«Θα πει ότι μαζεύονται πολλοί άνθρωποι που δεν τους αρέσουν τα άδικα πράγματα στον κόσμο και φωνάζουν δυνατά για να τα αλλάξουν», μου εξήγησαν.

«Και κάθε πότε γίνεται επανάσταση;»

«Κάθε όποτε ξυπνήσει ο κόσμος».

«Και πότε ξύπνησε ο κόσμος;»

«Το Νοέμβρη του ’73, το Μάη του ’68…».

«Πριν τον κινηματογράφο η μετά;»

Οι δυο άντρες είχανε κοιταχτεί παραξενεμένοι κι εγώ συνέχισα για να τους δώσω να καταλάβουνε.

«Αφού το 1968 πηγαίνανε στον κινηματόγραφο να δούνε τη Βουγιουκλάκη και περιμένανε ουρές για ένα εισιτήριο, πότε κάνανε την επανάσταση, πριν ή μετά;»

Ο Παναγιωτάκης έπεσε κάτω από το κρεβάτι του από τα γέλια κι ο πατέρας μου όμως γέλασε κι αυτός πολύ κι ο ζωγράφος μου είπε:

«Να ’σαι καλά, πιτσιρίκα» και μετά είπε στον πατέρα μου: «Να σου ζήσει, δάσκαλε…» κι εγώ τότε χάρηκα πολύ, τόσο πολύ που αποφάσισα να μη συνεχίσω να μιλάω για να τους πω ότι εμένα μ’ αρέσανε οι βασιλιάδες κι όχι οι επαναστάτες γιατί είναι πιο όμορφοι από τον κύριο Τσε της φωτογραφίας κι οι βασίλισσες το ίδιο, γιατί έχουνε πολύ μακριά μαλλιά με μπούκλες και φοράνε μακριά ωραία φορέματα. Δεν είπα τίποτα όμως, γιατί όταν μεγάλωνα είχα αποφασίσει να παντρευτώ τον Παναγιωτάκη κι αν του έλεγα πως μ’ αρέσανε οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες, σίγουρα δεν θα με ήθελε…



1 μάτια

2 αυτή

3 τον

4 τι

5 ο κεντρικός κινηματογράφος της πόλης

(συνεχίζεται...)

Μαρία Δασκαλάκη

*Το διήγημα της Μαρίας Δασκαλάκη «Ο τοίχος με το ζωγραφισμένο παράθυρο» τιμήθηκε με το Α' Βραβείο στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό στη Μελβούρνη, το 2010.

Ο τοίχος με το ζωγραφισμένο παράθυρο (Μέρος 2ο) Print E-mail

Γράφει η Μαρία Δασκαλάκη

Από την άλλη, καημό το ’χα, να ’χω και γω μακριά μαλλιά. Ο πατέρας μου είχε μια μανία να μην αφήνει τα μαλλιά μου να μακρύνουνε. Κάθε τόσο, φώναζε την κομμώτρια που έμενε κοντά στο σπίτι μας κι ερχότανε και με κούρευε.
«Όχι πάλι αγορίστικα…», τον παρακαλούσα, αλλά δε με άκουγε. Τα καλοκαίρια έλεγε ότι έχει ζέστη κι έπρεπε να έχω κοντά μαλλιά και τους χειμώνες ότι τα μακριά μαλλιά μέσα στην τάξη κολλάγανε πιο εύκολα ψείρες.
Εγώ πάλι, έκλαιγα και σπαρταρούσα σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό.
«Μην κλαις κι εγώ κοντά μαλλιά έχω», μουρμούριζε η μάνα μου σκουπίζοντας τις τρίχες μου απ’ το πάτωμα.
«Ναι, αλλά εσύ δε μοιάζεις με αγόρι», της απαντούσα μέσα στα αναφιλητά μου.

Ο πατέρας μου είχε κι άλλη μια μανία. Να κοιμόμαστε τα μεσημέρια. Ειδικά το καλοκαίρι, με έβαζε πάντα με το ζόρι στο κρεβάτι μετά το μεσημεριανό φαγητό. Ξάπλωνε κι αυτός και συνήθως κι η μάνα μου. Πόση εντύπωση μου έκανε που εκείνη ποτέ δεν την έβαζε να κοιμηθεί με το ζόρι!
Όταν, λοιπόν, η μάνα μου έμενε ξύπνια τα μεσημέρια, ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να μου τύχει, επειδή έπρεπε να κάνω ότι κοιμάμαι, καθώς συνέχεια μπαινόβγαινε στο δωμάτιο για να με βλέπει, μπας και την κορόιδευα. Εγώ, δεν ήθελα να κοιμάμαι, αλλά να παίζω. Επειδή όμως αν έπαιζα θα έκανα φασαρία και δεν θα τους άφηνα ούτε αυτούς να ησυχάσουνε, με βάζανε με το ζόρι για ύπνο. Και καλά, τον πατέρα μου τον έπαιρνε εύκολα ο ύπνος. Εγώ, όμως, δεν κατάφερνα να κοιμηθώ στ’ αλήθεια, ακόμη κι όταν ξεκίναγα να κοιμηθώ στα ψέματα. Ειδικά όταν με βάζανε με το ζόρι!
Όταν, όμως, ξάπλωνε κι η μάνα, καμωνόμουνα κι εγώ την κοιμισμένη μέχρι που άκουγα τον πατέρα μου να ροχαλίζει. Έπειτα, σηκωνόμουνα αθόρυβα κι έβγαινα απ’ το σπίτι ξυπόλητη για να μην κάνω ούτε την παραμικρή φασαρία με τις παντόφλες μου. Πού αλλού θα πήγαινα; Στου Παναγιωτάκη που –λόγω της ησυχίας– τα μεσημέρια έβγαζε το καβαλέτο του και το τελάρο του έξω στην άδεια αυλή και ζωγράφιζε εκεί ανενόχλητος.
«Κάνεις τέχνη;» πήγαινα και τον ρώταγα.
«Μη σε δει η μάνα σου που βγήκες έξω με τη νυχτικιά», απαντούσε εκείνος γελώντας κι έπειτα έβαζε μπογιές στα δάχτυλά μου και μου ’λεγε να μουτζουρώσω όπως μου ’ρχότανε τα τελάρα του.
Κάπως έτσι πέρασε εκείνο το καλοκαίρι κι έφτασε ο Σεπτέμβρης κι οι παραμονές που άνοιγαν τα σχολεία.
«Μη σε ξαναδώ να μπαινοβγαίνεις στου ζωγράφου», είχε αρχίσει να λέει η μάνα μου τις τελευταίες μέρες.
«Γιατί καλέ, μάνα;» τη ρώταγα εγώ φουρκισμένη.

«Δε βλέπεις τα κανιά σου που κοντεύουνε να γίνουνε δυο μέτρα το καθένα», έλεγε εκείνη κατακόκκινη, «μόνο βγαίνεις έξω με τις νυχτικιές και μπαινοβγαίνεις στο ανήλιαγο του ζωγράφου. Μωρό θαρρείς πως είσαι; Δεν το ’χουνε σε τίποτα στην αυλή αντί για την κόρη της φουρνάρισσας να λένε ’δα1 για σένα. Κομμένα τα σούρτα φέρτα στου Παναγιωτάκη, κατάλαβες;»

Δέκα χρονών παιδί εγώ τότε, τι να καταλάβω;
«Άσε το παιδί, βρε γυναίκα…», πήγαινε να πει ο πατέρας μου, μα εκείνη δεν τον άφηνε να τελειώσει τη φράση του.
«Εσύ, κύριε καθηγητά, κοίτα τα γραπτά σου κι άσε το παιδί σε μένα», τον έκοβε κι εκείνος δεν ξαναμιλούσε.
Έτσι κόπηκαν τα πήγαιν’ έλα μου στο δωμάτιο του Παναγιωτάκη. Ακόμη κι όταν ξενοίκιασε το δωματιάκι κι έφυγε από την αυλή, σχεδόν αμέσως μετά τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς, εγώ δεν το πήρα είδηση.
«Πολύ καιρό έχει να φανεί ο Παναγιωτάκης στην αυλή», είχα πει στον πατέρα μου κάποια μέρα που προσπαθούσα να τον ψαρέψω.
«Ποιος Παναγιωτάκης, παιδί μου, αυτός έφυγε για το Παρίσι. Πάει να κάνει την επανάστασή του…», μου απάντησε εκείνος.
«Ποια επανάσταση…», μουρμούριζε η μάνα μου ράβοντας τα κουμπιά σ’ ένα πουκάμισο του πατέρα μου, «να ζωγραφίζει τους περαστικούς πάει, μπας και βγάλει κανένα φράγκο. Εδώ, βλέπεις, δεν καταδέχεται να ασπρίζει οικοδομές…».
«Γυναίκα, σώπα!» γύρισε και της είπε ο πατέρας μου απότομα κι ήτανε από τις σπάνιες φορές που της είχε υψώσει τη φωνή του.
«Τι οικοδομές, μάνα; Ο Παναγιωτάκης κάνει τέχνη!», της αντιμίλησα κι εγώ που είχα στο μεταξύ ξεθαρρέψει.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια, ξενοικιάστηκαν ένα-ένα τα δωμάτια, διαλύσανε κι οι τελευταίες αυλές κι αντικαταστάθηκαν από τις πολυκατοικίες. Η σπιτονοικυρά μας, η κυρά-Αγνή, είχε πια πεθάνει κι όλη την αυλή την κληρονόμησε η κόρη της που ήτανε λογίστρια. Εκείνη είχε διώξει όλους τους ενοίκους τότε –μαζί και μας– για να γκρεμίσει, είπε, όλα τα σπίτια και τα δωμάτια και να χτίσει πολυκατοικία.
«Καλύτερα», είχε πει –θυμάμαι– η μάνα μου. «Δεν είναι πλέον για την τάξη μας αυτή η γειτονιά».
«Προσγειώσου», της είχε απαντήσει ο πατέρας μου, αφήνοντάς με άθελά τους να συνειδητοποιώ σιγά-σιγά πως εκτός από τις τάξεις του σχολείου υπήρχανε κι άλλες τάξεις, αυτές της κοινωνίας.
Τελικά, εκείνη η λογίστρια, η κόρη της μακαρίτισσας της κυρα-Αγνής, ούτε τα σπίτια γκρέμισε, ούτε την πολυκατοικία έχτισε, μονάχα άσπρισε όλο το συγκρότημα, και πρώτο και καλύτερο τον τοίχο που είχε ζωγραφίσει ο Παναγιωτάκης. Γλάστρα, λουλούδια και παράθυρο, χάθηκαν όλα κάτω από τον άσπρο σοβά.
«Μη στεναχωριέσαι», μου είπε εκείνη τη μέρα ο πατέρας μου, βλέποντάς με να στέκομαι βουρκωμένη μπροστά από τον άλλοτε ζωγραφισμένο τοίχο.
«Τι της έφταιγε το παράθυρο του Παναγιωτάκη;», ρώταγα και ξαναρώταγα όλο παράπονο, «αυτή δεν έχει ανάγκη από αέρα;»
«Οι λογιστές δεν είναι όπως οι ζωγράφοι…», μου είχε απαντήσει ο πατέρας μου και κάπου εκεί, μάλλον, έχει τις ρίζες της η αντιπάθεια που τρέφω μέχρι σήμερα για τους λογιστές.
Πέρασα πάλι σήμερα από την παλιά μας την αυλή. Στάθηκα και τη χάζευα. Το σπίτι μας, τη σαραβαλιασμένη πια σκάλα, το ανήλιαγο δωμάτιο του Παναγιωτάκη, τον άδειο τοίχο που θα μπορούσε να είχε μείνει ζωγραφισμένος μέχρι σήμερα... Όλα στέκουνε ακόμα. Εγκαταλελειμμένα κι ερειπωμένα, μα στέκουνε. Κάτι άκουσα πρόσφατα πως θα απαλλοτριώσουν ολόκληρο το τετράγωνο για να φτιάξουν ένα εμπορικό κέντρο με κάθε λογής πολυκαταστήματα μεγάλων εταιριών. Ποιος ξέρει…
Ρίχνω μια τελευταία ματιά στην αυλή και την προσπερνώ. Πρέπει να βιαστώ, ειδάλλως θα αργήσω. Απόψε είναι τα εγκαίνια της έκθεσης του Παναγιωτάκη που απ’ όταν γύρισε από το Παρίσι, λέγεται πλέον Giotis και –διαψεύδοντας τη μάνα μου– τα τελευταία χρόνια θεωρείται πια ένας από τους πλέον ταλαντούχους ζωγράφους της γενιάς του. Φαίνεται πως τελικά, την έκανε την επανάστασή του κι ας είχε έρθει τότε ένας μεγάλος κουβάς με σοβά για να σκεπάσει τις πολύχρωμες διαδηλώσεις του…
Κοιτώ το ρολόι μου ξανά κι επιταχύνω το βήμα μου. Ανυπομονώ. Βαθιά μέσα μου νιώθω μεγάλη συγκίνηση, καθώς είμαι σίγουρη πως κάπου ανάμεσα στους πίνακες της έκθεσης θα βρω τα ίχνη από τις μουτζούρες των παιδικών μου χεριών. Έφτασα. Κοντοστέκομαι στην είσοδο, παίρνω μια βαθιά ανάσα και μπαίνω μέσα…


1 τώρα


ΤΕΛΟΣ


Μαρία Δασκαλάκη

*Το διήγημα της Μαρίας Δασκαλάκη «Ο τοίχος με το ζωγραφισμένο παράθυρο» τιμήθηκε με το Α' Βραβείο στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό στη Μελβούρνη, το 2010.

Και το πρωτότυπο, συγκηνικότατο, βιογραφικό της σημείωμα:

Βιογραφικό σημείωμα (Μέρος 1ο) Print E-mail

Γράφει η Μαρία Δασκαλάκη

«Όνομα: Ακριβή, μια Ακριβή που πληρώνει τα λάθη της ακριβά. Επώνυμο: Διαλεκτάκη, αν και εκ του αποτελέσματος φάνηκε πως δεν ήξερε τι πάει να πει «διαλέγω». Όνομα πατρός: Γνωστό, αλλά θα προτιμούσε να ήταν άγνωστο. Όνομα μητρός: Ευλαμπία, που όμως δεν έλαμψε ποτέ. Οικογενειακή κατάσταση: Ακατάστατη κι απροσδιόριστη με καρπό ένα ανήλικο τέκνο. Ημερομηνία γέννησης: Κάποιο βράδυ του Μάρτη. Τόπος γέννησης: Μια γκρίζα κλινική. Ετών: Πολλών, περί των σαράντα, τα περισσότερα εκ των οποίων πέρασαν χαμένα στην αναμονή. Διεύθυνση: Η ίδια τόσα χρόνια κι ας μη μπορεί ακόμη να τη συνηθίσει. Τηλέφωνο: Εκτάκτου ανάγκης και τίποτα από την ανάγκη δεν είναι δυνατότερο. Σπουδές: Ανεπίδεκτη κάθε ακαδημαϊκής μαθήσεως. Αρκετά χρόνια στη Φιλοσοφική κι άλλα τόσα στο Παρίσι, σαν σε όνειρο. Γλώσσες: Τη συνθηματική γλώσσα, μόνο αυτή κατάφερε να μάθει. Εργασιακή εμπειρία: Δεκαπέντε χρόνια πίσω από ένα άχρωμο γραφείο σε μια βουβή υπηρεσία ανάμεσα σε γκρίζους ανθρώπους κι η ισόβια εργασία της θα συνεχίσει να κυλά έτσι εσαεί, καταναγκαστικά, σαν να εκτίει ποινή φυλάκισης. Ασχολίες κι ενδιαφέροντα: Πάντα ήταν υπέρ όλων εκείνων των κουτών πραγμάτων που αποσπούν το μυαλό από τα πραγματικά προβλήματα. Άλλες διακρίσεις: Πολλές και σε διάφορους τομείς. Ενδεικτικά αναφέρονται οι συμμετοχές σε αφισοκολλήσεις και συμμετοχή σε πορείες με αριστερές παρατάξεις στα μαθητικά και φοιτητικά της χρόνια, σταμπαρισμένη φάτσα σε φωτογραφίες της ασφάλειας, πληροφορίες για χρήση παράνομων ουσιών, προσαγωγές στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων, ύποπτες συναναστροφές με αντιεξουσιαστικά στοιχεία. Αργότερα, κλήσεις για υπερβολική ταχύτητα, παραβίαση του κόκκινου σηματοδότη, μία φορά κλήση για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, μία έκτρωση, πολλά κουτιά αγχολυτικών, ηρεμιστικών και αντικαταθλιπτικών –αυτά με συνταγή γιατρού– τέσσερις σχέσεις και οι τέσσερις αποτυχημένες. Περιστασιακή σχέση δεν έκανε ποτέ.
Read more...

Βιογραφικό σημείωμα (Μέρος 2ο) Print E-mail

Γράφει η Μαρία Δασκαλάκη

Έπειτα, το κλείνει στο συρτάρι του γραφείου που κλειδώνει, ανοίγει τον υπολογιστή και ξεκινά να γράφει:

«Όνομα: Ακριβή. Επώνυμο: Διαλεκτάκη. Όνομα πατρός: Εμμανουήλ. Όνομα μητρός: Ευλαμπία. Οικογενειακή κατάσταση: Παντρεμένη με το γιατρό Πολυχρόνη Δημάδη, με μια κόρη οκτώ ετών. Ημερομηνία γέννησης: Μάρτιος 1970. Τόπος γέννησης: Κηφισιά, Αθήνα. Σπουδές: 1987-1992 Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική σχολή Αθηνών. 1992-1995 Μεταπτυχιακές σπουδές στην Βυζαντινή Ιστορία της Τέχνης, στο Παρίσι. Γλώσσες: Αγγλική, Γαλλική, Ιταλική. Εργασιακή εμπειρία: 1995-σήμερα, Αρχαιολογικό μουσείο Αθηνών. Ασχολίες και ενδιαφέροντα: Διάβασμα, κινηματογράφος, μουσική, θέατρο, συγγραφή. Άλλες διακρίσεις: ».

Σταμάτησε για λίγο και ξαναδιάβασε όσα είχε γράψει. Την έπιασε νευρικό γέλιο.

Εδώ η σελίδα της!

Από μένα, τα καλύτερα της εύχομαι και να έχει πάντα πραγματικά ανοιχτά παράθυρα στον ήλιο, στον κόσμο, στη ζωή, με, ή και χωρίς βραβεία! Χαρτιά είναι κι αυτά...

Όχι, δεν θα ψάξω από νοσταλγία τα πρώην ζωγραφισμένα παράθυρα των χναριών...
Ότι με μελαγχολεί, στο μπαούλο! ΤΕΛΟΣ! Δεν βοηθάνε οι εποχές για αναμνήσεις.