Τα παιδιά της κατακόμβης - Βασίλης Μητσάκης - εκδόσεις ΣΜΙΛΗ
Προδημοσίευση βιβλίου - περιοδικό Wish Βόλου
Προδημοσίευση βιβλίου - περιοδικό Wish Βόλου
Ο ευνοούμενος
Ο Δάσκαλος είχε μιαν απαράβατη συνήθεια: να ερωτεύεται σχεδόν πάντα κάποιον πρωτοετή, έναν απ’ τους καινούργιους, και να του χαρίζει την εύνοιά του. Κι ο κλήρος εκείνη τη χρονιά έπεσε σ’ Αυτόν. Αυτός, μην έχοντας ιδέα γι’ αυτήν την ιδιαιτερότητα του Δασκάλου κι αναζητώντας υποσυνείδητα ένα υποκατάστατο του πατέρα που πάντα τού έλειπε, αγάπησε τον Δάσκαλο σαν πατέρα του, τον έκανε θεό του και τον τοποθέτησε ψηλά σε βάθρο για να μπορεί να τον λατρεύει –όπως ταιριάζει στους θεούς– από απόσταση. Εκστασιαζόταν μπροστά του, όπως όταν ήταν χριστιανόπουλο μπροστά στον Παντοκράτορα, ζωγραφισμένο ονειρικά απ’ τον Γουναρόπουλο ψηλά στον τρού¬λο της Αγίας Τριάδος κάθε φορά που εκκλησιαζόταν στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου της μεγάλης πολιτείας, ακολουθώ¬ντας τον αρχιμανδρίτη ιεροκήρυκα πατέρα Σεβαστιανό, που ήταν κι ο πνευματικός του πατέρας.
Γιατί τούτος ο Δάσκαλος δεν ήταν απ’ τους συνηθισμένους. Ήταν ένας μάγος, ένας θεός. Είχε την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε χίλια πρόσωπα και να σε συναρπάζει, να σε ανεβάζει σε άλλες σφαίρες, σφαίρες πρωτόφαντης θεατρικής μαγείας και πνευματικής μεταρσίωσης. Μέσα σε δύο ώρες –δίωρο ήταν σχεδόν πάντα το μάθημά του– μεταμορφωνόταν σε δεκατετράχρονη Ιουλιέτα και την ίδια στιγμή στον Ρωμαίο της, στη συνέχεια στην παραμάνα της κι αμέσως μετά στην υπερευαίσθητη πόρνη Μπλανς Ντυμπουά και μαζί στον γήινο και πρωτόγονο Πολωνό Κοβάλσκι και σε όλες τις ηρωίδες και τους ήρωες του Τεννεσσή Ουίλλιαμς, του Τσέχοφ, του Ίψεν και του Σαίξπηρ, καθώς και σε αμέτρητους άλλους χαρακτήρες, αριστοκράτες και λαϊκούς, νέους και γέρους, πόρνους και αγίους, κωμικούς και δραματικούς. Και σαν τη δασκάλα στα πρωτάκια, αγωνιζόταν και πάσχιζε, συλλαβή τη συλλαβή, λέξη τη λέξη, φράση τη φράση, να μάθει τους μαθητές του να αισθάνονται και να αρθρώνουν, για να μπορέσουν κάποτε να εκπορθήσουν τις πύλες της υποκριτικής τέχνης και να εισχωρήσουν στη μαγεία και στον προορισμό του Θεάτρου, που δεν είναι άλλος από το «να κρατάει έναν καθρέφτη μπροστά στη φύση… Για να αποτυπώνει το μέτρο και τη σοφία της. Χωρίς φυσικά να παραμένει στη φωτογραφική μονοδιάστατη απεικόνισή της, αλλά να προχωράει στο ξαναζωντάμεμά της, αποκαλύπτοντας το τρισδιάστατο της εικόνας, το πολυδιάστατο των χαρακτήρων και της εποχής τους. Κι ακόμα να συλλαμβάνει και να ανασυνθέτει το νόημα που της προσδίδει ο πρωτογενής δημιουργός, ο συγγραφέας, μέσα όμως από την δική του ψυχοσύνθεση και οπτική, μέσα από την ευαισθησία του, τη φαντασία του και την καλλιέργειά του και μέσα από τα ερεθίσματα που δέχεται στο κορμί, στο νου και στην ψυχή του».
Τις ώρες της διδασκαλίας, Αυτός δεν έβλεπε το ανοικονόμητο κορμί του Δασκάλου με το ελαφρύ κύρτωμα στην πλάτη ούτε το τεράστιο στόμα του με τα χαλασμένα δόντια και με τα χοντρά, πάντα μισανοιγμένα και πάντα χαλαρά χείλη, τις σχεδόν πάντα υγρές άκρες του στόματός του· δεν έβλεπε την κρεατοελιά στο μάγουλό του και την πιτυρίδα που χιόνιζε, χειμώνα καλοκαίρι, τον λιγδωμένο γιακά και τους ώμους του μοναδικού μαύρου σακακιού του. Όλα αυτά εξαφανίζονταν ως διά μαγείας στις μεταμορφώσεις του τις ώρες της διδασκαλικής του μυσταγωγίας.
Δεν είχε ούτε μήνα στη σχολή, κι είχε ξεχωρίσει αισθητά ανάμεσα στους συμμαθητές του. Παρακολουθούσε αδιάλειπτα όλα τα μαθήματα υποκριτικής, αυτοσχεδιασμού, ορθοφωνίας, χορού και όλα τα θεωρητικά. Μάθαινε όχι μόνο τους δικούς του ρόλους αλλά και των συμμαθητών του κι έβγαινε έτσι διπλά κερδισμένος. Γιατί, την ώρα που οι συμμαθητές του διδάσκονταν τους ρόλους τους, Αυτός από κάτω σαν ακροατής, χαλαρός και χωρίς το σφίξιμο, το τρακ και την αγωνία του εξεταζόμενου, γνωρίζοντας τους ρόλους τους, αποτύπωνε πιο εύκολα και πιο ουσιαστικά τις παρατηρήσεις, τις διορθώσεις και όλη γενικά τη διδασκαλία του Δασκάλου. Κι όλο αυτό το πολύτιμο υλικό το επεξεργαζόταν το ίδιο βράδυ στο δωμάτιό του.
Υγ. Αυτός ο άνθρωπος, έγραψε βιβλίο! Θα το διαβάσουμε!
Ο Δάσκαλος είχε μιαν απαράβατη συνήθεια: να ερωτεύεται σχεδόν πάντα κάποιον πρωτοετή, έναν απ’ τους καινούργιους, και να του χαρίζει την εύνοιά του. Κι ο κλήρος εκείνη τη χρονιά έπεσε σ’ Αυτόν. Αυτός, μην έχοντας ιδέα γι’ αυτήν την ιδιαιτερότητα του Δασκάλου κι αναζητώντας υποσυνείδητα ένα υποκατάστατο του πατέρα που πάντα τού έλειπε, αγάπησε τον Δάσκαλο σαν πατέρα του, τον έκανε θεό του και τον τοποθέτησε ψηλά σε βάθρο για να μπορεί να τον λατρεύει –όπως ταιριάζει στους θεούς– από απόσταση. Εκστασιαζόταν μπροστά του, όπως όταν ήταν χριστιανόπουλο μπροστά στον Παντοκράτορα, ζωγραφισμένο ονειρικά απ’ τον Γουναρόπουλο ψηλά στον τρού¬λο της Αγίας Τριάδος κάθε φορά που εκκλησιαζόταν στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου της μεγάλης πολιτείας, ακολουθώ¬ντας τον αρχιμανδρίτη ιεροκήρυκα πατέρα Σεβαστιανό, που ήταν κι ο πνευματικός του πατέρας.
Γιατί τούτος ο Δάσκαλος δεν ήταν απ’ τους συνηθισμένους. Ήταν ένας μάγος, ένας θεός. Είχε την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε χίλια πρόσωπα και να σε συναρπάζει, να σε ανεβάζει σε άλλες σφαίρες, σφαίρες πρωτόφαντης θεατρικής μαγείας και πνευματικής μεταρσίωσης. Μέσα σε δύο ώρες –δίωρο ήταν σχεδόν πάντα το μάθημά του– μεταμορφωνόταν σε δεκατετράχρονη Ιουλιέτα και την ίδια στιγμή στον Ρωμαίο της, στη συνέχεια στην παραμάνα της κι αμέσως μετά στην υπερευαίσθητη πόρνη Μπλανς Ντυμπουά και μαζί στον γήινο και πρωτόγονο Πολωνό Κοβάλσκι και σε όλες τις ηρωίδες και τους ήρωες του Τεννεσσή Ουίλλιαμς, του Τσέχοφ, του Ίψεν και του Σαίξπηρ, καθώς και σε αμέτρητους άλλους χαρακτήρες, αριστοκράτες και λαϊκούς, νέους και γέρους, πόρνους και αγίους, κωμικούς και δραματικούς. Και σαν τη δασκάλα στα πρωτάκια, αγωνιζόταν και πάσχιζε, συλλαβή τη συλλαβή, λέξη τη λέξη, φράση τη φράση, να μάθει τους μαθητές του να αισθάνονται και να αρθρώνουν, για να μπορέσουν κάποτε να εκπορθήσουν τις πύλες της υποκριτικής τέχνης και να εισχωρήσουν στη μαγεία και στον προορισμό του Θεάτρου, που δεν είναι άλλος από το «να κρατάει έναν καθρέφτη μπροστά στη φύση… Για να αποτυπώνει το μέτρο και τη σοφία της. Χωρίς φυσικά να παραμένει στη φωτογραφική μονοδιάστατη απεικόνισή της, αλλά να προχωράει στο ξαναζωντάμεμά της, αποκαλύπτοντας το τρισδιάστατο της εικόνας, το πολυδιάστατο των χαρακτήρων και της εποχής τους. Κι ακόμα να συλλαμβάνει και να ανασυνθέτει το νόημα που της προσδίδει ο πρωτογενής δημιουργός, ο συγγραφέας, μέσα όμως από την δική του ψυχοσύνθεση και οπτική, μέσα από την ευαισθησία του, τη φαντασία του και την καλλιέργειά του και μέσα από τα ερεθίσματα που δέχεται στο κορμί, στο νου και στην ψυχή του».
Τις ώρες της διδασκαλίας, Αυτός δεν έβλεπε το ανοικονόμητο κορμί του Δασκάλου με το ελαφρύ κύρτωμα στην πλάτη ούτε το τεράστιο στόμα του με τα χαλασμένα δόντια και με τα χοντρά, πάντα μισανοιγμένα και πάντα χαλαρά χείλη, τις σχεδόν πάντα υγρές άκρες του στόματός του· δεν έβλεπε την κρεατοελιά στο μάγουλό του και την πιτυρίδα που χιόνιζε, χειμώνα καλοκαίρι, τον λιγδωμένο γιακά και τους ώμους του μοναδικού μαύρου σακακιού του. Όλα αυτά εξαφανίζονταν ως διά μαγείας στις μεταμορφώσεις του τις ώρες της διδασκαλικής του μυσταγωγίας.
Δεν είχε ούτε μήνα στη σχολή, κι είχε ξεχωρίσει αισθητά ανάμεσα στους συμμαθητές του. Παρακολουθούσε αδιάλειπτα όλα τα μαθήματα υποκριτικής, αυτοσχεδιασμού, ορθοφωνίας, χορού και όλα τα θεωρητικά. Μάθαινε όχι μόνο τους δικούς του ρόλους αλλά και των συμμαθητών του κι έβγαινε έτσι διπλά κερδισμένος. Γιατί, την ώρα που οι συμμαθητές του διδάσκονταν τους ρόλους τους, Αυτός από κάτω σαν ακροατής, χαλαρός και χωρίς το σφίξιμο, το τρακ και την αγωνία του εξεταζόμενου, γνωρίζοντας τους ρόλους τους, αποτύπωνε πιο εύκολα και πιο ουσιαστικά τις παρατηρήσεις, τις διορθώσεις και όλη γενικά τη διδασκαλία του Δασκάλου. Κι όλο αυτό το πολύτιμο υλικό το επεξεργαζόταν το ίδιο βράδυ στο δωμάτιό του.
Υγ. Αυτός ο άνθρωπος, έγραψε βιβλίο! Θα το διαβάσουμε!