Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Κρατήματα...

Ξημερώνει και λέω «κράτα με»!
Βραδιάζει, λέω το ίδιο.
Δεν ξέρω που απευθύνομαι
Ίσως, κάπου ψηλά…

Κράτα με λέω,
για να μπορώ να συνεχίσω
Κράτα με,
για να μη λυγίσω
Κράτα με, 
για να στηρίξεις την ελπίδα
για δε θυμάμαι πια,
πότε την είδα…

Μη σταματάς,
να με κρατάς,
ακόμα κι αν κοιμάμαι,
γιατί  είναι εκεί που χάνομαι
και να ξυπνήσω βιάζομαι

Μ΄αρέσουνε τα όνειρα,
του ύπνου και του ξύπνιου,
μα πιο πολύ εγώ ποθώ,
πολλά χέρια να κρατώ
και στη ζωή να προχωρώ

Θέλω μαζί να προχωράμε
και ποτέ να μη λυγάμε,
«κράτα με να σε κρατώ,
θ’ «ανεβούμε» το βουνό!

Βουνά είναι όλα γύρω μου
ακόμα και ο κάμπος,
γιατί από κει ξεκίνησε,
ένα μεγάλος λάθος

Κράτα με, σε παρακαλώ,
να βρούμε την ελπίδα
κι αν πάλι βρεθούμε σε γκρεμό,
εγώ θα φωνάξω: «πήδα»!


Μονόλογος
Ξημερώματα Κυριακής. Σε λίγο χαράζει. Μια γυναίκα μόνη, κάθεται με τον υπολογιστή της κοντά στο τζάκι. Σκέφτεται και γράφει ή καλύτερα, γράφει και μετά σκέφτεται. Δε θέλει να κοιμηθεί. Δε θέλει να κάνει δουλειές. Δε θέλει να δει τηλεόραση, ούτε ν’ ακούσει μουσική. Δε θέλει να διαβάσει, δε θέλει παρέα, δε θέλει ν’ ακούσει λόγια άλλων. Θέλει να βρει λόγια δικά της. Ή καλύτερα, θέλει να τα βρει με τον εαυτό της.
Τι της λείπει; Τι την φρενάρει; Τι την τρομάζει; Τι έφταιξε; Που πάει; Τι θέλει; Τι δεν θέλει; Τι την πίεσε; Τι την καταπιέζει; Τι την ενοχλεί; Τι ονειρεύεται; Τι ψάχνει; Πού το ψάχνει;

Μέσα της. Εκεί είναι καλά κρυμμένη η λύση. Νιώθει να ανακατεύεται στο είναι της, μα δεν ακούγεται η φωνή της ολοκληρωμένη. Σκόρπιες λέξεις, δεν βγαίνει νόημα.
Κι αν τώρα, απόψε, σήμερα, το προσπαθήσει, θα καταφέρει κάτι; Είπε να δοκιμάσει. Δοκίμασε. Ξεπερασμένη τακτική. Πρέπει να γράψει πολλές λέξεις για να μπορέσει μετά να καταλήξει στο νόημα και δείχνει ήδη μετανιωμένη γι’ αυτό της το ξεκίνημα.
Κοιτάζει γύρω της. Της αρέσει το ζεστό της σαλονάκι, ναι, αυτό το παλιό, το διαλυμένο που το έχει κουκουλωμένο με τα εξίσου παλιά, φθαρμένα καλύμματα, με τα μπορντό- μπλε χρώματα. Της αρέσουν, ναι, όπως και η ποικιλία κουρτινών που κρέμασε στην μπαλκονόπορτα. Της θυμίζει κουρτίνες σκηνής και κουρτίνες ζωής… Της ζωής της… Της ζωής, όλης!
 Φύλλα μικρά, ίσως πόθου, λουλουδιού, φύλλα μεγάλα καφέ από πλάτανο. Σκόρπια κι αυτά, κρεμασμένα όμως σε μπεζ κουρτίνες. Για στόπερ αριστερά και δεξιά δυο άλλες κουρτίνες, χωρίς φύλλα. Μία χρυσή απ’ τ’ αριστερά και μία μπορντό, απ’ την άλλη.
Δειγματολόγιο κατέληξε το κουρτινόξυλό της φέτος, μα της αρέσει.  Σε κανέναν άλλο όμως δεν αρέσει, κι αυτό είναι που της αρέσει πιο πολύ. Στις κουρτίνες της σκηνής του σαλονιού της, φέτος, κρέμασε την επανάστασή της.
Οι κουρτίνες της φέτος, λένε κάτι:
«Βαρέθηκα τα κουρέλια. Τα φτηνά. Τα ίδια και τα ίδια, χρόνια τώρα. Αν δεν λιώσανε αυτές, έχω λιώσει εγώ», φωνάζουν, μα κανένας δεν ακούει. Θέλω άλλες, καινούργιες, με χρώματα μπλε!
Λένε μόνο: «Πολλές κουρτίνες έβαλες. Δεν πάνε!»
«Πάνε. Πώς δεν πάνε; Έχω κι άλλες ακόμα να κρεμάσω στο τσαντήρι μας… Σκέφτομαι να κρεμάσω σε όλους τους τοίχους μας, να ζεσταθούμε κι άλλο και να θυμηθούμε λίγο, όλη τη συλλογή της ζωής μας. Έχω και τις παιδικές, ακόμα. Εκείνες θα μας πάνε πολύ πίσω. Θα μας κάνουν να νιώσουμε όλοι μας παιδιά, γιατί και τα παιδιά, μεγάλοι έγιναν… »

Το νόημα… Ποιος το έχασε να το βρει αυτή πρωί πρωί; Καλύτερα να πάει να κοιμηθεί. Να μη σκέφτεται. Το ξύλο ήδη στο τζάκι κάηκε, οι κουρτίνες  δεν ζεσταίνουν όπως η φλόγα, ψύχρανε ήδη, οπότε… Αύριο. Ίσως αύριο.

Απόγευμα Τρίτης  17/1/12
Δεν μ’ αρέσει καθόλου που τράκαρα με το παραπάνω σκόρπιο κομμάτι μου στο γουόρντ, κι αυτό κυνηγημένο είναι, όπως όλη μου η ζωή, αλλά σεβαστό, γιατί υπήρξε, υπάρχει και χειρότερο, μα υπάρχει και καλύτερο κι είναι σ’ αυτά που τώρα θα γράψω εδώ, αφού βρήκα δική μου στάση.

Είμαι εκτός σύνδεσης εδώ και καιρό, «κατ’ επιλογήν» που λένε. Ακούω μια επιλογή τραγουδιών που έχω κάνει εδώ και καιρό, την ανανεώνω και συχνά και κάπως έτσι, νιώθω πως ισορροπώ. Βρίσκω αυτό που μου λείπει, αυτό που άλλοι σε μεγάλη αφθονία έχουν και μου το στερούν, γιατί τους έχει πάρει η κατηφόρα της εποχής μας.
Σήμερα, δεν ξέρω πως, κάτι άλλαξε. Νιώθω ένα μεγάλο γέμισμα, αλλιώτικο. Δέκα λεπτά στο ίντερνετ, γέμισα, ξεχείλισα!
Πόσο θα ήθελα να ήταν έτσι η κάθε μέρα στη ζωή μου! Πόσο; Τόσο!
Δε ζητάω πολλά. Ζητάω μόνο, αυτά τα σημαντικά κομμάτια γνώσης που έχουν στο κεφάλι τους οι φίλοι μου από διαβάσματα και ακούσματα, να μην τα κρατάνε μόνο για σημαία στο χέρι τους, αλλά να έχουν αλλάξει κάτι μέσα τους, να έχουν ενσωματωθεί στο είναι τους, αν δεν ήταν οι ίδιοι αυτό το «είναι».
Αλλιώς, τζάμπα το κουβαλάνε… Οι επιλογές σου ή είναι στάση ζωής, όλη μέρα, όλη νύχτα, κάθε μέρα, κάθε νύχτα, ή, τότε… προς τι, τόσος ντόρος;
Σήμερα, είπα, νιώθω καλά. Νιώθω ότι κράτησα όρθια μια φίλη. Εύκολο ήταν να την σπρώξω παρακάτω, μα πεσμένους, είδα πολλούς. Μαζί τους κι εμένα, πολύ πριν απ’ αυτούς, γιατί γεννήθηκα κοντά σε γκρεμό κι ήταν φυσιολογικό κι επόμενο, να πέσω! Μόνη μου σηκώθηκα.. «εξ ανάγκης» που λένε. Οι άλλοι όμως, γιατί;

Θέλοντας και μη, θυμάμαι τον Χριστουγεννιάτικο καυγά με την Λένα μου. Κλαίγαμε και οι δυο, μα είχαν θυμό και παράπονο τα λόγια μας.
«Με πληγώνει» της είπα «που έχεις πολύ χαμηλά τη μάνα σου… Δεν την ξέρεις καλά, όσο θα έπρεπε… Έχεις παρασυρθεί απ’ τη μόδα της ψυχολογίας που για όλα μας τα λάθη φταίνε οι γονείς και κυρίως οι μανάδες…»
«… Σταμάτα πια, να λες κουβέντες που δεν ισχύουν, μ’ έχεις κάνει ίδια με σένα και υποφέρω…»,  οι κινήσεις της μου θύμιζαν υστερία ταλαντούχου ηθοποιού σε αληθινή σκηνή, κι όχι στην κουζίνα μας, «ίσα ίσα που σε έχω πολύ ψηλά και δεν αντέχω να υποτιμάς τόσο τον εαυτό σου, τρέχοντας να αναδείξεις τους άλλους που ίσως και να μην αξίζουν τόσο, όσο εσύ νομίζεις!»
Κλαίγαμε… υστερικές και οι δυο, στην στενή σκηνή της κουζίνας μας…
Την πλησίασα, την πήρα αγκαλιά, την φιλούσα στο λαιμό, όπου έφτανα, ψηλά τα παιδιά μου, να τα χαίρομαι, έμοιασαν τον άντρα μου, ευτυχώς! «Αξίζουν, Λένα μου και πολύ! Θα το δεις, όταν κάποτε βρεις ελεύθερο χρόνο. Δείχνοντάς τους, θέλω να τους κρατήσω όρθιους, σε μια δύσκολη εποχή, γιατί πρέπει, κι επειδή μόνο έτσι θα μπορέσω να σταθώ όρθια κι εγώ, κι εσύ, κι όλοι όσοι έχουν να πουν κάτι παραπάνω…»

Αυτά. Στοπ. Το νόημα ήδη έχει βγει απ’ τις πρώτες λέξεις. Άχρηστος ο κουρνιαχτός.

Χθες ήταν μια αλλιώτικη μέρα, όλη δική μου και μιας φίλης, και της άλλης φίλης που μας βρήκε ξανά, μετά από 13 χρόνια. Ήθελα να το χαρώ, να γράψω τόσα, ν’ αδειάσω τόσα, μα με πρόλαβε ένα παραστράτημα μιας άλλης φίλης, με αφορμή το παραστράτημα άλλου φίλου, έκανα κι εγώ το δικό μου και χαλάστηκα…
Προσπαθώντας μετά, να κοιμηθώ, έλεγα στον εαυτό μου: «Όχι πια, Κατερίνα! Ούτε ένα λεπτό απ’ τη ζωή σου δεν θα ξαναδιαθέσεις για να σηκώσεις άλλον, εκτός απ’ τον ίδιον τον εαυτό σου και όποιον άλλον το μπορεί πραγματικά να ανασηκωθεί και το αξίζει! Τέλος! Τέρμα τα χασομέρια!»
Όταν ξύπνησα ή καλύτερα, όταν αποφάσισα να συνδεθώ, με περίμενε η ίδια η ζωή! Τα αλογά μου, οι άνθρωποι που θαύμασα, ήταν μπροστά και κάλπαζαν! Τους ακολουθώ, τρέχω κι εγώ μαζί τους να τους φτάσω, όχι για πρωταθλητισμό και επίδειξη αντοχής, άλλωστε, δεν έχω, μα για να φτάσουμε -επιτέλους, όλοι μαζί, κάπου! Μακριά από γκρεμούς και στενωπούς όπου ο ένας σπρώχνει τον άλλον και πέφτουν όλοι μαζί, αλλά…ΟΛΟΙ ΟΡΘΙΟΙ και χωρίς άλλες γρατζουνιές!

Τι κι αν δεν έγραψα τα δικά μου; Ίδιο γέμισμα νιώθω! Άλλη φορά!
Ναι! Σίγουρα «η ποδηλάτισσα» είναι το τραγούδι που θα χαρίσω σήμερα και το «Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος»!
Ναι και επειγόντως θα σκεπάσω και τα σανίδια μου που τόσο πολύ μ’ αρέσουν και μου ταιριάζουν σαν σκηνικό ολόκληρης ζωής, με το μπορντό κάλυμμα που διαθέτει ο μπλόγγερ,  γιατί θέλουν επιδιόρθωση, χρόνος και λεπτά … ως γνωστόν, δεν υπάρχουν,  δένει –άλλωστε- τόσο,  με μένα και το τοπίο γύρω μου!

Νύχτωσε! Κι όμως, εγώ είμαι ακόμα στην Καλή αρχή της μέρας! Παίρνω το ποδήλατο και τρέχω! Κλουζαβιά, μα ο σκοπός αγιάζει τα μέσα!