Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Γιώτα Στρατή και Σαλαμίνια 2011

Είναι φορές όπου η απανωτή χαρά γεμίζει τα μάτια μου με βροχή...
Ξεχνιέμαι και νιώθω σαν μικρό παιδί που του πρόσφεραν ...παγωτό διότι ήταν "καλό παιδί"! Ανήμερα του Αγίου Νικολάου, είχα πράγματι διπλή χαρά: Πρώτον, τον καρδιολόγο του Δημήτρη να του λέει ότι είναι... λεβεντιά, και δεύτερον, τον Δήμο Σαλαμίνος να μου ταχυδρομήσει την διάκριση που έτυχε η συμμετοχή μου στα "Σαλαμίνια २०११"!

Χαρίζω, ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ,

αυτή τη διάκριση στους αγαπητούς μου: Χριστίνα Αγρογιάννη-Κανελλοπούλου, Κατερίνα Παπαθεοδωροπούλου, Χρυσούλα Βαρβέρη-Βάρα και στον Στρατή Παρέλη, για το υλικό που με προμήθευσαν, μόλις δύο εβδομάδες πριν από την λήξη του διαγωνισμού, τον Σεπτέμβρη!!!

και φυσικά

στον ΔΗΜΑΡΧΟ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ, Κύριο ΓΙΑΝΝΗ ΣΑΒΑΡΗ,

ως και στην επιτροπή του διαγωνισμού!

Ξαγρύπνησα

για ν' απορροφήσω τις λεπτομέρειες της έρευνας... μα έλα που οι όροι για ποίημα ή διήγημα δεν έπρεπε να ξεπερνούν τις δυο δακτυλογραφημένες σελίδες...!!!

Άντε να συμπτύξει κάποιος ΙΣΤΟΡΙΑ και ΘΡΥΛΟΥΣ μέσα σε δυο φύλλα χαρτί!

Μονορούφι... λοιπόν, τρεις μέρες πριν την ημερομηνία λήξεως με εμφανή σφραγίδα του Ταχυδρομείου... έστειλα τα ξενύχτια μου μ' ένα χαμόγελο Τζιοκόντας...

μια διαφορετική προσέγγιση κι ότι ήταν να γίνει... έ! δεν θα χάλαγε ο κόσμος!

Όμως, Φίλες και Φίλοι μου,

να μου επιτρέψετε να σας δώσω το γραπτό που υπέβαλα στην επομένη ανάρτηση.

Σας φιλώ όλους πάντα με αγάπη,

Υιώτα
 

...είναι ο...Κυναίγειρος;;; κι αν "ναι", πού είναι η...ψυχή του!!!;;;

Φίλες και Φίλοι,
όπως σας υποσχέθηκα στο προηγούμενο,
αναρτίζω το δισέλιδο νοητό διήγημα που υπέβαλα στο Δήμο Σαλαμίνας, σύμφωνα με τους όρους του Διαγωνισμού:
Υπεβλήθη με το ψευδώνυμο: «Θαλασσένια» )

ΤΟ ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΚΥΝΑΙΓΕΙΡΟΥ «…Φίλτατε αδελφέ, Αισχύλε,
Αυτήν την ώρα τολμώ να ασεβήσω στην αγάπη που σου έχω και στον θαυμασμό που με κατέχει για το θεϊκό σου πνεύμα με το να ψάχνω για λέξεις σωστές που να μη βαραίνουν σαν άψυχα κορμιά στο βάθος της θάλασσας που περιβάλλει την αγαπημένη μας Σαλαμίνα.
Με βασανίζει που δεν είχαμε χρόνο να υμνήσω την ανδρεία σου, όταν πολεμούσες σαν λιοντάρι τους Πέρσες, ούτε για τον τρόμο που πήρα σαν έπεσες κατάχαμα, πληγωμένος… Στ' αντίκρυσμα της πτώσης σου, τόση ήταν η οργή που με κυρίευσε που ξέσπασα σ’ έναν βαριαρματωμένο, μακρυμάλλη τοξότη, του πέταξα την περικεφαλαία και τον ξάπλωσα αιμόφυρτο, μόνο με δυο χτυπήματα! Ακόμη κι όταν τα μάτια του είχαν βασιλέψει, τα πόδια μου, ενεργώντας σαν να είχαν δικό τους νου, τον κλότσαγαν μέχρι που να γυρίσει μπρούμυτα να μη βλέπω το μισητό πρόσωπό του!
Τέτοια αγριάδα δεν είχα φανταστεί ποτέ μου ότι κατοικούσε εντός μου, αγαπητέ μου αδελφέ, μα εκείνο το ρηθέν του «Μεγάλου Βασιλιά τους» ότι μας ζήτησε «γην και ύδωρ» για να μή μας επιτεθούν, είχε καρφωθεί μέσα μου κι έτρωγε νυχθημερόν τα σωθικά μου.
Δεν ζητούσε «γην και ύδωρ» αδελφέ μου! Ζητούσε την πατρίδα μας και την θάλασσά μας! Όταν έκαναν «γέφυρα» τα πλοία τους για να περάσουν στην πολύτιμη γη μας, Αυτό εννοούσαν! Όταν ειρωνικά φοβέριζαν ότι τα βέλη τους θα σκοτεινιάσουν τον ήλιο μας, Αυτό εννοούσαν! Οι εντολές τους, ήταν νόμος κι οι στρατηγοί τους αδίστακτοι!
Η ψυχή μου και το αίμα μου βράζουν στην όψη της αδικίας

κι όταν ο βρασμός είναι για την πατρίδα, τίποτα δεν τον μετριάζει!
Αδελφέ μου, εσύ, αναμειγνύεσαι με τα κοινά και τους νομοθέτες। Η ιστορία θα μνημονεύσει τα ονόματα και τα κατορθώματά τους. Μα η γη θέλει αίμα για να ποτιστεί, για να φυτρώσουν ήρωες! Η γη μας, θέλει τον ήλιο της καθαρό για να λάμψει, κι η θάλασσά μας θέλει τραγούδια των γλάρων πάνω από τα κατάρτια των πλοίων της για να μπορεί, ανοίγοντας δρόμους, να μοιράζεται το χρώμα και τα χαμόγελα του ουρανού.
Αδελφέ μου, αν δώσω το αίμα μου για την πατρίδα, Ιερή η αιμοδοσία!

Αν γκρεμίσω ένα εχθρικό πλοίο στην κοιλιά της θάλασσας, δεν θα είμαι μόνος μου!
Θα έχω την θεά Αθηνά και τον παμμέγιστο Δία να μ’ επιβλέπουν και να με καθοδηγούν…

Αδελφέ μου Αισχύλε, εύχομαι να μπορέσω να σου δώσω τούτη την έκρηξη της ψυχής μου που με πνίγει.
Ανέκαθεν μ’ εντυπωσίαζε η λαμπρότητα του μυαλού σου μα και με δείλιαζε! Βάζω αυτήν την επιστολή κάτω από την ασπίδα, στο μέρος της καρδιάς και προσεύχομαι πρώτα για την Πατρίδα, μετά για τον πατέρα μας τον Ευφορίωνα και μετά για σένα. Εύχομαι οι θεοί να μου δωρίσουν έναν τιμημένο θάνατο...»

.................................................................................
…κι έτσι έγινε! Οι ουρανοί ήταν ανοιχτοί και η παράκληση του Κυναίγειρου εισακούσθηκε!
Φιλόπατρις, ήλιος φλεγόμενος, κυνήγησε με άλλους Αθηναίους τους Πέρσες στρατιώτες που πάσχιζαν να μπουν στα αραγμένα πλοία τους για να διαφύγουν και να σωθούν από το κύμα της δίκης που τίποτα δεν το πισωγύριζε!


Ο μύθος «λέει» πως ο Κυναίγειρος πρόσεξε ότι το κοντινό του πλοίο ανήκε στον στρατηγό Δάτι , κι ότι το μυαλό του θόλωσε! Τα μάτια του έγιναν πελώρια, το κορμί του ατσαλώθηκε, ίδιο κοφτερό διαμάντι πάνω σε γυαλί…
΄Απλωσε το στιβαρό του χέρι να κρατήσει το πλοίο όπου απεγνωσμένα προσπαθούσε να ξεφύγει από τον θανατερό κλοιό… κι ένας βάρβαρος, αλλόθρησκος, από ψηλά, του το έκοψε μ’ ένα τσεκούρι!
Τότε,

τ' αρπάζει το άλλο του χέρι, ο Κυναίγειρος, η ίδια τύχη τον περίμενε!
Μόνον τ' αστραφτερά, γερά του δόντια τού έμεναν να καθυστερήσει το εχθρικό πλοίο ώστε να καταστραφεί…
Έτσι, ο χαλκέντερος, ο παθιασμένος φιλόπατρις Κυναίγειρος, ο Σαλαμίνιος, ακέφαλος πλέον, σπαρτάριζε στην αγκαλιά της θάλασσας, έχοντας το γράμμα, που δεν αξιώθηκε να δώσει στον αδελφό του, ματωμένο να μοιρολογεί δίπλα του…
ΤΕΛΟΣ


Ευχαριστώ σας που με διαβάζετε, Υιώτα

ΥΓ. Η έκφραση "της βγάζω το καπέλο", πάλιωσε. Ξέμεινα άλλωστε από καπέλα...
Να είσαι γερή και να γράφεις, Γιώτα μου!