Η γυναίκα της βορινής κουζίνας
Το βιβλίο: “Η γυναίκα της βορινής κουζίνας”
Οι εκδόσεις: “Καλέντης” αυτή τη φορά
Το εξώφυλλο και τα σχέδια του βιβλίου: Αντώνης Ασπρόμουργος
Το οπισθόφυλλο:
Από παιδί περπατά χωρίς να κοιτά. «Άνοιξε επιτέλους τα μάτια, παιδί μου!» την ακούει − η πανταχού παρούσα μαμά!
Βηματίζει αργά, μηχανικά… Κοιτάζοντας αφηρημένα, με εκείνη τη διαρκή έσωθεν όραση, στραμμένη λες στα σπλάχνα…
Βαδίζει αργά, σταθερά, πριγκιπικά − όπως εκείνη της έχει μάθει να περπατά. Έστω και κάπως πυρετικά. Σαν υπνοβάτης, δηλαδή, χωρίς να κοιτά.
Εκείνη και η Άλλη. Ο εαυτός και το ψεύδος…
Τέσσερα τετράγωνα τις χωρίζουν. Τόσο κοντά, και ταυτόχρονα τόσο πολύ μακριά…
Την ίδια θάλασσα βλέπουν. Το ίδιο βουνό, από την πίσω πλευρά.
Δε συναντήθηκαν ποτέ. Μονάχα στον καθρέφτη.
Τώρα, πώς γίνεται; Τα κάνει αυτά τα μαγικά ο καθρέφτης!
Οι δυο μαζί θα έκαναν την τέλεια εικόνα. Μυστηριώδεις μες στη διαύγεια, και γι’ αυτό φωτεινά σκοτεινές…
Κι ανάμεσά τους εγώ, που τις βλέπω· που με επινόησαν εκείνες − ή που υπήρξα εγώ εκείνη που τις επινοώ. Η Αρσινόη −πρόσωπο ή προσωπείο, Ράνια ή Αριάδνη, και Γερτρούδη, και Ουλρίκα− ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και στην αληθινή ζωή: υποφέρει και πονάει, φοβάται και φεύγει, γράφει για να ξεχάσει, μαγειρεύει για να υπάρξει, νοσταλγεί και θρηνεί, ελευθερώνεται και ζει!
Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας, αυτή!
Το σημείωμα στη φτερούγα θέλετε; αυτάκι;
Φοράει φόρεμα πράσινο βαθύ, λαδί, γόβα και καμπαρντίνα λεπτή, στο ίδιο χρώμα − ετοιμάζεται σήμερα για σπλαχνική βροχή.
Βαδίζει με απλωμένα τα χέρια σαν σπασμένα φτερά. Με αυτόβουλα πόδια − όπου θέλουν αυτά.
Επιμένει.
Και κατεβαίνει αργά, αν και με εσωτερική βιασύνη, τα σκαλιά.
Κατεβαίνει στις αναμνήσεις της…
Στη μοναξιά του «εγώ», το «εσύ» γίνεται μια προσευχή.
Εκείνη, κινούμενη άμμος. Ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο.
Κάτι είναι εκεί, και την περιμένει, σ’ ένα ρόλο που πρώτη φορά ετοιμάζεται να υποδυθεί, και αγνοεί.
Το δικό της «εσύ» είναι σαν το «εγώ». Αλλάζει πρόσωπα…
Μονάχα το ψευδώνυμο θυμάται, το κέλυφος, το προστατευτικό της προσωπείο στον άλλο της ρόλο… και δεν ξεχνά να το πάρει απ’ την κρεμάστρα κάθε φορά που θα βγει…
Με έναν έρωτα ξεπλυμένο από ενοχές και αναστολές, που θύμωσε το νερό της λησμονιάς στην αρχή και αργότερα το κέρας της Αμάλθειας, γεννήθηκε σ’ αυτή τη ζωή.
Γυρίζει ανύπαρκτη στους δρόμους…
Τώρα, ακόμα και τα πιο τρομαγμένα της βήματα δεν είναι τίποτε άλλο από μια αδιάλειπτη συμπαντική προσευχή.
Οι δυο μαζί θα έκαναν την τέλεια εικόνα. Μυστηριώδεις μες στη διαύγεια, και γι’ αυτό φωτεινά σκοτεινές…
Η γυναίκα, οι αγωνίες της, τα όνειρά της, ο πόνος και οι ωδίνες της, οι ενοχές, το φως και το σκοτάδι, το χθες, πάλι το χθες, οι χάρτινοι κόσμοι και οι καινούργιοι δρόμοι −αλήθεια, πόσο παλιοί!− η αυτογνωσία, η θυσία, η συμφιλίωση… Και η ελπίδα.
Μέσα απ’ αυτόν το μικρόκοσμο, μέσα από το χάος και το έρεβος, εντέλει μέσα από την ανάταση της ψυχής, η Ελένη Γκίκα, με μια αξιοθαύμαστη παραπαίουσα ισορροπία, συνθέτει τον ύμνο στη μία γυναίκα, τη δική της, αυτήν της Βορινής της Κουζίνας, και ταυτόχρονα σε όλες τις γυναίκες του κόσμου που ξυπνούν μέσα της και την κάνουν να ριζώνει στη γη και ταυτόχρονα να διαλύεται στο σύμπαν.
Με ένα λόγο άκρως ποιητικό, με μια ματιά διεισδυτική και μοναδικά τρυφερή, μας χαρίζει την ηρωίδα της − κομμάτι δικό μας, ακόμα κι αν το αγνοούμε.
Αρετή Κολλάτου, επιμελήτρια του βιβλίου Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας
Το δελτίο τύπου:
Το δικό μου υστερόγραφο:
αυτό το βιβλίο χωρίς την Κέλλυ και τον Αλέξανδρο που με φρόντισαν, την Αρετή που με επιμελήθηκε και μάζεψε κυριολεκτικά τα κομματάκια μου, τον Γιάννη (Θηβαίο) που μου δάνεισε τον μεταφρασμένο Πρεβέρ του, τον Αντώνη με τις υπέροχες ζωγραφιές του και την Βάσω που μας φρόντισε, δεν θα ήταν εδώ.
Κάτι σαν θαύμα μου φαίνεται! (και είναι) Και τους ευχαριστώ! Μέσα από την καρδιά μου,
Ελένη Γκίκα