Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Κριτική

Όταν έκλαψε ο Νίτσε

E-mail Εκτύπωση
nitse-theatro250Της Εύας Στάμου
Ο Ίρβιν Γιάλομ είναι γνωστός στο ευρύ κοινό για τα λογοτεχνικά βιβλία του. Σε όσους όμως ασχολούνται επαγγελματικά με την ψυχολογία το όνομά του είναι συνδεδεμένο με την ομαδική ψυχοθεραπεία (1970, Τhe Theory and Practice of Group Psycotherapy) και την θεμελίωση της Υπαρξιακής Σχολής Ψυχοθεραπείας (1980, Existential Psychotherapy).
Στα μυθιστορήματα του υπάρχει μία μεταφορά των επιστημονικών του απόψεων για την θεωρία και την πρακτική της ψυχοθεραπείας που καθιστούν τα κείμενά του ιδιαίτερα ελκυστικά σε ένα κοινό που επιθυμεί να αποκτήσει μία γενική εικόνα για την περιπέτεια της ψυχοθεραπείας. Στην Ελλάδα, αν και το επιστημονικό έργο του δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στους ειδικούς της ψυχικής υγείας (εν μέρει λόγω της σημαντικής επιρροής από την γερμανική και την γαλλική σχολή σκέψης), τα λογοτεχνικά βιβλία του βρίσκουν μεγάλη ανταπόκριση στο αναγνωστικό κοινό, όπως αναφέρει συχνά ο ίδιος στις συνεντεύξεις του, και όπως πιστοποιείται από τις πωλήσεις των τίτλων του. Κατά την άποψή μου αυτό δεν οφείλεται μόνο στο συγγραφικό χάρισμα του Γιάλομ αλλά και στην απουσία ευρύτερης παιδείας στην χώρα μας για συναφή ζητήματα. Σε χώρες όπου η ψυχοθεραπεία είναι ευρέως αποδεκτή και συστηματικά ασκούμενη από πλήθος ειδικών που μεριμνούν για μεγάλο αριθμό πελατών, η ζήτηση λογοτεχνικών αναπαραστάσεων αυτής της διαδικασίας είναι αναλογικά μικρότερη.
Η θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος Όταν έκλαψε ο Νίτσε που γράφτηκε το 1992 και αγαπήθηκε από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό παρουσιάζεται αυτή τη σεζόν στο θέατρο Θησείον. Το έργο, που ανεβαίνει για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή στην Ευρώπη, φέρει την σκηνοθετική σφραγίδα των Ακύλλα Καραζήση και Νίκου Χατζόπουλου οι οποίοι κρατούν και τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. To καστ συμπληρώνει ο Χάρης Φραγκούλης.
1823_otanΗ ιστορία εκτυλίσσεται στη Βιέννη στο τέλος του 19ου αιώνα. Ένας έρωτας χωρίς ανταπόδοση, η κρίση μέσης ηλικίας και η αναζήτηση του νοήματος της ζωής, συμπλέκονται σε μια υπόθεση που σκοπό έχει να μεταφέρει στο κοινό τις ρηξικέλευθες ιδέες δύο σημαντικών διανοουμένων: του Αυστριακού γιατρού Ζόζεφ Μπρόιερ (Καραζήσης) και του Γερμανού φιλόσοφου Φρίντριχ Νίτσε (Χατζόπουλος). Η σκέψη τους μας δίνεται μέσα από το πρίσμα του νεαρού τότε, ειδικευόμενου γιατρού Ζίγκμουντ Φρόυντ (Φραγκούλης), μαθητή του καθηγητή Μπρόιερ. Οι μορφές τριών γυναικών με καθοριστική σημασία για την ανάπτυξη του μύθου, εμφανίζονται ως αντικείμενο των εκτενών αφηγήσεων και των, αρχικά ανομολόγητων, πόθων των ανδρών. Η σαγηνευτική Λου Σαλωμέ, μούσα καλλιτεχνών και στοχαστών της εποχής, η ασθενής του Μπρόιερ με το ψευδώνυμο Άννα Ο. που αναστατώνει ερωτικά τη ζωή του θεραπευτή της και η γλυκιά, πιστή Ματίλντε Μπρόιερ άλλοτε παρεισφρέουν στο νου κι άλλοτε καθοδηγούν τη βούληση των δύο συνομιλητών.
Το ουσιαστικό διακύβευμα όμως της φανταστικής συνάντησης ανάμεσα στον επιστήμονα και στον στοχαστή είναι η δυνατότητα άρθρωσης ενός νέου λόγου για την ψυχή, λόγου τον οποίο θα επιχειρήσουν για πρώτη φορά να διατυπώσουν ο Μπρόιερ κι ο νεαρός Φρόυντ στις μελέτες τους για την υστερία (1893-94). Η λογοτεχνική αναπαράσταση μιας πρώτης μορφής ψυχοθεραπείας περνά από το βιβλίο στη σκηνή με τρόπο που φέρνει στο φως την εσωτερική δυναμική και την αλληλεπίδραση των συνομιλητών καταδεικνύοντας πως η ψυχοθεραπευτική διαδικασία μπορεί να επιφέρει δραματικές αλλαγές στη ζωή τόσο του θεραπευόμενου όσο και του θεραπευτή.
Η αναζήτηση της αυτογνωσίας περνά μέσα από την σχέση μας με τον άλλο: αυτό ήταν ένα από τα βασικά μηνύματα του έργου. Το έτερο σημαντικό μήνυμα, για μένα, ήταν ότι όσο και να παρατηρεί κάποιος τον εαυτό του και να ασκείται στην ενδοσκόπηση, δεν θα μπορέσει να αναπτυχθεί συναισθηματικά και να ωριμάσει νοητικά χωρίς τα θεμέλια που μπορεί να παρέχει μία φιλοσοφική θεώρηση της ζωής. Συνεπώς η παρουσία του Νίτσε, παρά το γεγονός ότι αποτελεί μυθοπλασία, είναι αυτό που απελευθερώνει την διαδικασία της θεραπείας, νοηματοδοτώντας την αμοιβαία συναισθηματική έκθεση των συνομιλητών.
Η παράσταση αποδίδει εύστοχα κάποιες από τις ιδέες του Νίτσε, ιδιαίτερα την καίρια, αλλά συχνά παρερμηνευμένη, υπόθεσή του περί ‘αιώνιας επιστροφής’. Σκιαγραφεί επίσης με τρόπο αποτελεσματικό την δημιουργία ενός νέου θεραπευτικού παραδείγματος, μέσα από την διαπλοκή προσωπικών εντάσεων και ερευνητικών αποριών. Οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί στους ρόλους τους. (Όταν ήμουν φοιτήτρια κάπως έτσι φανταζόμουν τη μορφή και τους τρόπους του Νίτσε). Η πρωτοπρόσωπη παρουσία εναλλάσσεται με την τριτοπρόσωπη αφήγηση με τρόπο που μετατρέπει τους πρωταγωνιστές σε παρατηρητές των όσων εκτυλίσσονται στην σκηνή. Η σκηνή της ανάγνωσης από κοινή παρτιτούρα των τριών ηθοποιών και το φυγόκεντρο ‘χορευτικό’ στιγμιότυπο ανάμεσα στο Νίτσε και τον Μπρόιερ είναι από τα ωραιότερα ευρήματα της παράστασης, και αφήνουν βαθιά εντύπωση στο θεατή. Πιθανόν η παράσταση λόγω της χρονικής της έκτασης να φανεί κουραστική τόσο σε κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με τις σχετικές θεωρίες (καθώς θα πρέπει να αφομοιώσει έναν μεγάλο αριθμό πληροφοριών) όσο και σε κάποιον που γνωρίζει ήδη τις επιστημονικές και φιλοσοφικές τοποθετήσεις των πρωταγωνιστών (ιδίως αν έχει διαβάσει το βιβλίο του Γιάλομ). Ωστόσο είναι μία ξεχωριστή προσπάθεια που εγείρει πολλά ζητήματα τόσο για την επιστήμη της ψυχής, όσο και για την τέχνη του θεάτρου και που σίγουρα αξίζει την ανταπόκριση του κοινού.