Ξαναπέρασε ο παλιατζής. Αυτός με ξύπνησε. "Όλα τα παλιά τα παίρνω", φώναζε.
"Δεν έχω τίποτ' άλλο να σου δώσω", μουρμούρησα και σηκώθηκα απ' την δωρεάν ζέστα της κουβέρτας μου.
Όλα σου τα 'δωσα, φίλε μου! Όλα! Την επόμενη φορά που θα ξανάρθεις, θα σου δώσω και τα καινούργια. Δεν τα θέλω... Δεν μ' αρέσουν, ούτε τ' αντέχω.
Έφυγε γρήγορα απ' τη γειτονιά μας. Φαίνεται, κανείς δεν είχε πια να δώσει, ούτε παλιό, ούτε καινούργιο.
"Δεν έχω τίποτ' άλλο να σου δώσω", μουρμούρησα και σηκώθηκα απ' την δωρεάν ζέστα της κουβέρτας μου.
Όλα σου τα 'δωσα, φίλε μου! Όλα! Την επόμενη φορά που θα ξανάρθεις, θα σου δώσω και τα καινούργια. Δεν τα θέλω... Δεν μ' αρέσουν, ούτε τ' αντέχω.
Έφυγε γρήγορα απ' τη γειτονιά μας. Φαίνεται, κανείς δεν είχε πια να δώσει, ούτε παλιό, ούτε καινούργιο.